1. Λέξη
    καθησυχάζω (ρήμα) - (παρόμοια: ησυχάζω - καθησυχαστικός)
  2. Συνώνυμα
    • ηρεμώ
    • χαλαρώνω
    • ησυχάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγχώνομαι
    • εκνευρίζομαι
    • ταράζομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να γίνει κάποιος ήσυχος, να χαλαρώσει.
    • Να ηρεμήσει μετά από μια περίοδο άγχους ή έντασης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά τη δουλειά, αγαπώ να καθησυχάζω με ένα καλό βιβλίο.
    • Ο γιατρός του είπε να καθησυχάσει και να μην ανησυχεί.
    2