Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθησυχάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
ησυχάζω
-
καθησυχαστικός
)
Συνώνυμα
ηρεμώ
χαλαρώνω
ησυχάζω
3
Αντώνυμα
αγχώνομαι
εκνευρίζομαι
ταράζομαι
3
Ορισμός
Να γίνει κάποιος ήσυχος, να χαλαρώσει.
Να ηρεμήσει μετά από μια περίοδο άγχους ή έντασης.
2
Παραδείγματα
Μετά τη δουλειά, αγαπώ να καθησυχάζω με ένα καλό βιβλίο.
Ο γιατρός του είπε να καθησυχάσει και να μην ανησυχεί.
2