1. Συνώνυμα
    • ηχηρός
    • ηχητικός
    • ηχητικός
    • ηχητικός
    4
  2. Αντώνυμα
    • άηχος
    • σιωπηλός
    • αθόρυβος
    3
  3. Ορισμός
    • Που παράγει ή σχετίζεται με ήχο.
    • Που έχει δυνατό ή καθαρό ήχο.
    • Που αφορά την ηχητική τεχνολογία.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο ηχητικός μηχανισμός του πιάνου είναι πολύπλοκος.
    • Η ηχητική πίεση στο δωμάτιο ήταν υψηλή.
    • Το ηχητικό εφέ στην ταινία ήταν εντυπωσιακό.
    3