Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παθητικός (επίθετο) - (παρόμοια:
συμπαθητικός
-
τηλεπαθητικός
-
αντιπαθητικός
-
παρορμητικός
-
ποιητικός
-
παρατηρητικός
-
βοηθητικός
-
απωθητικός
-
παραπλανητικός
-
πανικός
-
πατριωτικός
-
παθολογικός
-
προκλητικός
-
παιδικός
-
πατρικός
-
ηχητικός
-
ποντικός
-
προσβλητικός
)
Συνώνυμα
αδρανής
αμέτοχος
απρόθυμος
3
Αντώνυμα
ενεργητικός
δραστήριος
προσβλητικός
3
Ορισμός
Που δεν ενεργεί αλλά υπομένει ή δεχόμενες ενέργειες από άλλους.
Που χαρακτηρίζεται από έλλειψη δράσης ή ενδιαφέροντος.
Στη γραμματική, που αναφέρεται σε ρήματα που δηλώνουν ότι το υποκείμενο δέχεται την ενέργεια.
3
Παραδείγματα
Ο παθητικός ρόλος του στην υπόθεση τον έκανε να φαίνεται αδιάφορος.
Η παθητική στάση του απέναντι στα προβλήματα δεν βοήθησε στην επίλυσή τους.
Το ρήμα 'κοιμάμαι' είναι παθητικό.
3