1. Λέξη
    τιμητικός (επίθετο) - (παρόμοια: υποτιμητικός - υποτιμητικό - τακτικός - ηχητικός - παρορμητικός)
  2. Συνώνυμα
    • σεβαστός
    • αξιοσέβαστος
    • εξαιρετικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ατίμητος
    • ασήμαντος
    • κατώτερος
    3
  4. Ορισμός
    • που αξίζει σεβασμό ή εκτίμηση
    • που σχετίζεται με την τιμή ή τη διάκριση
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο καθηγητής ήταν ένας τιμητικός άνθρωπος που όλοι θαυμάζαμε.
    • Η τιμητική διάκριση απονεμήθηκε για τα εξαιρετικά επιτεύγματά του.
    2