Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τιμητικός (επίθετο) - (παρόμοια:
υποτιμητικός
-
υποτιμητικό
-
τακτικός
-
ηχητικός
-
παρορμητικός
)
Συνώνυμα
σεβαστός
αξιοσέβαστος
εξαιρετικός
3
Αντώνυμα
ατίμητος
ασήμαντος
κατώτερος
3
Ορισμός
που αξίζει σεβασμό ή εκτίμηση
που σχετίζεται με την τιμή ή τη διάκριση
2
Παραδείγματα
Ο καθηγητής ήταν ένας τιμητικός άνθρωπος που όλοι θαυμάζαμε.
Η τιμητική διάκριση απονεμήθηκε για τα εξαιρετικά επιτεύγματά του.
2