Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θαυματουργός (επίθετο) - (παρόμοια:
θαυματοποιός
-
θαυμαστός
-
θαυμασμός
)
Συνώνυμα
θαυμαστός
εκπληκτικός
τεράστιος
3
Αντώνυμα
συνηθισμένος
κοινός
ασήμαντος
3
Ορισμός
που προκαλεί θαύμα ή εκπληκτική εντύπωση
που έχει την ικανότητα να κάνει θαύματα
που ξεπερνά τα συνηθισμένα όρια
3
Παραδείγματα
Ο θαυματουργός γιατρός θεράπευσε τον ασθενή με απίστευτο τρόπο.
Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας προκαλεί δέηση στους πιστούς.
Έκανε μια θαυματουργή επανάσταση στον τομέα της τεχνολογίας.
3