1. Λέξη
    θαυματουργός (επίθετο) - (παρόμοια: θαυματοποιός - θαυμαστός - θαυμασμός)
  2. Συνώνυμα
    • θαυμαστός
    • εκπληκτικός
    • τεράστιος
    3
  3. Αντώνυμα
    • συνηθισμένος
    • κοινός
    • ασήμαντος
    3
  4. Ορισμός
    • που προκαλεί θαύμα ή εκπληκτική εντύπωση
    • που έχει την ικανότητα να κάνει θαύματα
    • που ξεπερνά τα συνηθισμένα όρια
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο θαυματουργός γιατρός θεράπευσε τον ασθενή με απίστευτο τρόπο.
    • Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας προκαλεί δέηση στους πιστούς.
    • Έκανε μια θαυματουργή επανάσταση στον τομέα της τεχνολογίας.
    3