1. Λέξη
    θειικός (επίθετο) - (παρόμοια: θετικός - θερμικός - θεατρικός - θεματικός - θεϊκός - θεαματικός - θεωρητικός)
  2. Συνώνυμα
    • θεϊκός
    • θεόπνευστος
    • υπερφυσικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανθρώπινος
    • κοσμικός
    • επίγειος
    3
  4. Ορισμός
    • που σχετίζεται με τον θεό ή τους θεούς
    • που έχει θεϊκή προέλευση ή χαρακτήρα
    • που εμπνέει δέος ή λατρεία λόγω της υπερφυσικής του φύσης
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο θειικός φωτισμός έδωσε στους προφήτες τη γνώση του μέλλοντος.
    • Η θειική παρέμβαση άλλαξε την πορεία της μάχης.
    • Η μουσική του είχε έναν θειικό χαρακτήρα που συγκίνησε το κοινό.
    3