Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θειικός (επίθετο) - (παρόμοια:
θετικός
-
θερμικός
-
θεατρικός
-
θεματικός
-
θεϊκός
-
θεαματικός
-
θεωρητικός
)
Συνώνυμα
θεϊκός
θεόπνευστος
υπερφυσικός
3
Αντώνυμα
ανθρώπινος
κοσμικός
επίγειος
3
Ορισμός
που σχετίζεται με τον θεό ή τους θεούς
που έχει θεϊκή προέλευση ή χαρακτήρα
που εμπνέει δέος ή λατρεία λόγω της υπερφυσικής του φύσης
3
Παραδείγματα
Ο θειικός φωτισμός έδωσε στους προφήτες τη γνώση του μέλλοντος.
Η θειική παρέμβαση άλλαξε την πορεία της μάχης.
Η μουσική του είχε έναν θειικό χαρακτήρα που συγκίνησε το κοινό.
3