1. Συνώνυμα
    • θεαματικός
    • δραματικός
    • επιδεικτικός
    3
  2. Αντώνυμα
    • απλός
    • φυσικός
    • αθέατος
    3
  3. Ορισμός
    • Σχετικός με το θέατρο ή τις θεατρικές παραστάσεις.
    • Επιδεικτικός ή δραματικός, που θυμίζει θεατρική παράσταση.
    • Που προκαλεί εντύπωση ή είναι θεαματικός.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Η θεατρική παράσταση ήταν εντυπωσιακή με τα φώτα και τα κοστούμια.
    • Έκανε μια θεατρική κίνηση που τράβηξε όλες τις ματιές.
    • Η συμπεριφορά του ήταν υπερβολικά θεατρική, σαν να προσπαθούσε να παίξει κάποιο ρόλο.
    3