1. Συνώνυμα
    • εντυπωσιακός
    • θαυμαστός
    • εκπληκτικός
    • εξαιρετικός
    4
  2. Αντώνυμα
    • ανιαρός
    • βαρετός
    • συνηθισμένος
    • ασήμαντος
    4
  3. Ορισμός
    • Που προκαλεί θαυμασμό ή εντύπωση λόγω της ομορφιάς, της μεγαλοπρέπειας ή της αξιοπερίεργης φύσης του.
    • Που ξεχωρίζει για τη θεατρικότητα ή τη δραματικότητά του.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Η θεαματική ηλιοβασίλεμα στο νησί μας άφησε όλους άφωνους.
    • Η θεαματική εμφάνιση του καλλιτέχνη στο πάρτι έγραψε ιστορία.
    2