Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θεραπεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
θεραπεύω
-
θεραπεύτρια
-
θεραπεία
-
θεραπευτής
)
Συνώνυμα
γιατρεύομαι
αναρρώνω
επιδιόρθωμαι
3
Αντώνυμα
αρρωσταίνω
χειροτερεύω
2
Ορισμός
να επανέρχομαι στην υγεία μου μετά από ασθένεια ή τραυματισμό
να υποβάλλομαι σε θεραπεία για να αντιμετωπιστεί μια πάθηση
2
Παραδείγματα
Μετά από εβδομάδες θεραπείας, θεραπεύτηκα πλήρως από τη γρίπη.
Ο ασθενής θεραπεύεται με αντιβιοτικά για τη λοίμωξη.
2