Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θεραπεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
θεραπεύτρια
-
θεραπεύομαι
-
θεραπεία
-
θεραπευτής
-
θεραπευτικός
-
θεραπευτήριο
)
Συνώνυμα
ιατρέυω
φροντίζω
γιατρεύω
κουράρω
4
Αντώνυμα
ασθενώ
αρρωσταίνω
βλάπτω
3
Ορισμός
Να κάνω κάποιον υγιή ξανά, να αποκαθιστώ την υγεία του.
Να διορθώσω ή να ανακουφίσω μια ασθένεια ή πάθηση.
Να επουλώσω μια πληγή ή τραύμα.
3
Παραδείγματα
Ο γιατρός κατάφερε να θεραπεύσει τον ασθενή με τα νέα φάρμακα.
Η αγάπη μπορεί να θεραπεύσει πολλές πληγές της ψυχής.
Αυτό το φυτό χρησιμοποιείται παραδοσιακά για να θεραπεύει τον βήχα.
3