1. Συνώνυμα
    • ιατρέυω
    • φροντίζω
    • γιατρεύω
    • κουράρω
    4
  2. Αντώνυμα
    • ασθενώ
    • αρρωσταίνω
    • βλάπτω
    3
  3. Ορισμός
    • Να κάνω κάποιον υγιή ξανά, να αποκαθιστώ την υγεία του.
    • Να διορθώσω ή να ανακουφίσω μια ασθένεια ή πάθηση.
    • Να επουλώσω μια πληγή ή τραύμα.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο γιατρός κατάφερε να θεραπεύσει τον ασθενή με τα νέα φάρμακα.
    • Η αγάπη μπορεί να θεραπεύσει πολλές πληγές της ψυχής.
    • Αυτό το φυτό χρησιμοποιείται παραδοσιακά για να θεραπεύει τον βήχα.
    3