Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θερινός (επίθετο) - (παρόμοια:
σημερινός
-
θερμός
-
χειμερινός
-
ισημερινός
-
νυχτερινός
)
Συνώνυμα
καλοκαιρινός
θερμός
2
Αντώνυμα
χειμερινός
ψυχρός
2
Ορισμός
που σχετίζεται με το καλοκαίρι ή συμβαίνει κατά τη διάρκεια αυτού
που έχει τα χαρακτηριστικά του καλοκαιριού, όπως η υψηλή θερμοκρασία
2
Παραδείγματα
Οι θερινές διακοπές είναι οι αγαπημένες μου.
Η θερινή ζέστη μπορεί να είναι πολύ ισχυρή.
2