Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
νυχτερινός (επίθετο) - (παρόμοια:
νυχτερινή
-
νυχτερίδα
-
θερινός
)
Συνώνυμα
νυχτιάτικος
νυχτερινός
νυχτερινός
3
Αντώνυμα
ημερήσιος
πρωινός
2
Ορισμός
Που συμβαίνει ή υπάρχει κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Που ανήκει ή αναφέρεται στη νύχτα.
2
Παραδείγματα
Η νυχτερινή βόλτα ήταν πολύ ρομαντική.
Οι νυχτερινοί ήχοι της πόλης με κρατούσαν ξύπνιο.
2