1. Λέξη
    νυχτερινός (επίθετο) - (παρόμοια: νυχτερινή - νυχτερίδα - θερινός)
  2. Συνώνυμα
    • νυχτιάτικος
    • νυχτερινός
    • νυχτερινός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ημερήσιος
    • πρωινός
    2
  4. Ορισμός
    • Που συμβαίνει ή υπάρχει κατά τη διάρκεια της νύχτας.
    • Που ανήκει ή αναφέρεται στη νύχτα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η νυχτερινή βόλτα ήταν πολύ ρομαντική.
    • Οι νυχτερινοί ήχοι της πόλης με κρατούσαν ξύπνιο.
    2