Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χειμερινός (επίθετο) - (παρόμοια:
σημερινός
-
ισημερινός
-
θερινός
-
καθημερινός
)
Συνώνυμα
χειμωνιάτικος
ψυχρός
παγετώδης
3
Αντώνυμα
καλοκαιρινός
ζεστός
θερμός
3
Ορισμός
Που σχετίζεται με τον χειμώνα ή χαρακτηρίζεται από αυτόν.
Που έχει χαμηλές θερμοκρασίες ή κρύο.
Που θυμίζει τον χειμώνα, είτε σε κλίμα είτε σε εμφάνιση.
3
Παραδείγματα
Η χειμερινή περίοδος φέρνει πολλές βροχές και χιόνια.
Φόρεσε ένα χειμερινό παλτό για να προστατευτεί από το κρύο.
Το τοπίο ήταν πλήρως χειμερινό, με τα δέντρα να είναι άδεια και το έδαφος να καλύπτεται από χιόνι.
3