1. Λέξη
    χειμερινός (επίθετο) - (παρόμοια: σημερινός - ισημερινός - θερινός - καθημερινός)
  2. Συνώνυμα
    • χειμωνιάτικος
    • ψυχρός
    • παγετώδης
    3
  3. Αντώνυμα
    • καλοκαιρινός
    • ζεστός
    • θερμός
    3
  4. Ορισμός
    • Που σχετίζεται με τον χειμώνα ή χαρακτηρίζεται από αυτόν.
    • Που έχει χαμηλές θερμοκρασίες ή κρύο.
    • Που θυμίζει τον χειμώνα, είτε σε κλίμα είτε σε εμφάνιση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η χειμερινή περίοδος φέρνει πολλές βροχές και χιόνια.
    • Φόρεσε ένα χειμερινό παλτό για να προστατευτεί από το κρύο.
    • Το τοπίο ήταν πλήρως χειμερινό, με τα δέντρα να είναι άδεια και το έδαφος να καλύπτεται από χιόνι.
    3