1. Λέξη
    θηλαστικό (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πλαστικό - ελαστικό)
  2. Συνώνυμα
    • ζωοτόκος
    • θηλαστικό ζώο
    2
  3. Αντώνυμα
    • αθηνλαστικό
    • ζώο που δεν θηλάζει
    2
  4. Ορισμός
    • Ζώο που θηλάζει τα μικρά του και συνήθως έχει τρίχωμα.
    • Μέλος της τάξης των θηλαστικών (Mammalia), που χαρακτηρίζεται από την παρουσία μαστικών αδένων και τριχών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η γάτα είναι ένα θηλαστικό που θηλάζει τα γατάκια της.
    • Οι άνθρωποι ανήκουν στους θηλαστικούς.
    2