Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θηλαστικό (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πλαστικό
-
ελαστικό
)
Συνώνυμα
ζωοτόκος
θηλαστικό ζώο
2
Αντώνυμα
αθηνλαστικό
ζώο που δεν θηλάζει
2
Ορισμός
Ζώο που θηλάζει τα μικρά του και συνήθως έχει τρίχωμα.
Μέλος της τάξης των θηλαστικών (Mammalia), που χαρακτηρίζεται από την παρουσία μαστικών αδένων και τριχών.
2
Παραδείγματα
Η γάτα είναι ένα θηλαστικό που θηλάζει τα γατάκια της.
Οι άνθρωποι ανήκουν στους θηλαστικούς.
2