Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πλαστικό (επίθετο) - (παρόμοια:
πλαστικός
-
ελαστικό
-
θηλαστικό
-
πλαστή
-
πλαστός
)
Συνώνυμα
ελαστικό
μαλακό
ευέλικτο
3
Αντώνυμα
άκαμπτο
σκληρό
αμετάβλητο
3
Ορισμός
που μπορεί να πλαστεί ή να διαμορφωθεί εύκολα
που έχει την ιδιότητα να προσαρμόζεται ή να μεταβάλλεται εύκολα
που αναφέρεται σε υλικά που μπορούν να διαμορφωθούν υπό θερμοκρασία και πίεση
3
Παραδείγματα
Το πλαστικό υλικό χρησιμοποιείται για την κατασκευή πολλών καθημερινών αντικειμένων.
Η πλαστική σοκολάτα μπορεί να διαμορφωθεί σε διάφορα σχήματα.
Η πλαστική συμπεριφορά του τον βοήθησε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες.
3