1. Λέξη
    πλαστικό (επίθετο) - (παρόμοια: πλαστικός - ελαστικό - θηλαστικό - πλαστή - πλαστός)
  2. Συνώνυμα
    • ελαστικό
    • μαλακό
    • ευέλικτο
    3
  3. Αντώνυμα
    • άκαμπτο
    • σκληρό
    • αμετάβλητο
    3
  4. Ορισμός
    • που μπορεί να πλαστεί ή να διαμορφωθεί εύκολα
    • που έχει την ιδιότητα να προσαρμόζεται ή να μεταβάλλεται εύκολα
    • που αναφέρεται σε υλικά που μπορούν να διαμορφωθούν υπό θερμοκρασία και πίεση
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το πλαστικό υλικό χρησιμοποιείται για την κατασκευή πολλών καθημερινών αντικειμένων.
    • Η πλαστική σοκολάτα μπορεί να διαμορφωθεί σε διάφορα σχήματα.
    • Η πλαστική συμπεριφορά του τον βοήθησε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες.
    3