Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ελαστικό (επίθετο) - (παρόμοια:
πλαστικό
-
θηλαστικό
-
ελαφρυντικό
-
πλαστικός
)
Συνώνυμα
εύκαμπτο
ελαστικό
ευλύγιστο
3
Αντώνυμα
άκαμπτο
αλύγιστο
σκληρό
3
Ορισμός
που μπορεί να τεντωθεί ή να συμπιεστεί και μετά να επιστρέψει στο αρχικό του σχήμα
που μπορεί να προσαρμοστεί εύκολα σε διαφορετικές συνθήκες
2
Παραδείγματα
Το ελαστικό υλικό επέστρεψε στο αρχικό του σχήμα μετά το τέντωμα.
Η ελαστική πολιτική της εταιρείας επέτρεψε γρήγορη προσαρμογή στις αλλαγές της αγοράς.
2