Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θρησκεία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
θρησκευτικός
-
θρησκευόμενος
)
Συνώνυμα
πίστη
λατρεία
θρησκευτικό σύστημα
3
Αντώνυμα
αθεΐα
απιστία
2
Ορισμός
Το σύνολο των πεποιθήσεων, δογμάτων και τελετουργιών που σχετίζονται με την λατρεία μιας θεότητας ή θεοτήτων.
Ένα σύστημα θρησκευτικών πεποιθήσεων και πρακτικών.
2
Παραδείγματα
Η θρησκεία παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή πολλών ανθρώπων.
Η χριστιανική θρησκεία είναι μια από τις μεγαλύτερες θρησκείες στον κόσμο.
2