1. Λέξη
    θρησκευτικός (επίθετο) - (παρόμοια: θρησκεία - κολακευτικός - θεραπευτικός - θρεπτικός)
  2. Συνώνυμα
    • εκκλησιαστικός
    • ιερατικός
    • θειόφοβος
    3
  3. Αντώνυμα
    • κοσμικός
    • αθρησκευτικός
    • ασεβής
    3
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με τη θρησκεία ή τις θρησκευτικές πρακτικές.
    • Που χαρακτηρίζεται από ευλάβεια ή θρησκευτική αφοσίωση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο θρησκευτικός του ζήλος τον οδήγησε να γίνει μοναχός.
    • Η θρησκευτική τελετή ήταν εντυπωσιακή και γεμάτη συμβολισμό.
    2