Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θεραπευτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
θεραπευτής
-
θεραπευτήριο
-
θετικός
-
θεραπεύω
-
θερμικός
-
θεραπεία
-
θρησκευτικός
-
θεματικός
)
Συνώνυμα
ιαματικός
επούλωσης
επανορθωτικός
3
Αντώνυμα
επιβλαβής
βλαπτικός
καταστροφικός
3
Ορισμός
που συμβάλλει στην επούλωση ή τη θεραπεία
που έχει θετική επίδραση στην υγεία
που βοηθά στην ανάκτηση της υγείας
3
Παραδείγματα
Ο γιατρός συνέστησε θεραπευτική άσκηση για τον πόνο.
Η θάλασσα έχει θεραπευτικές ιδιότητες για πολλές ασθένειες.
Η μουσική μπορεί να έχει θεραπευτική επίδραση στην ψυχή.
3