Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θωρακική (επίθετο) - (παρόμοια:
θωρακικός
-
θωρακισμένος
)
Συνώνυμα
στηθική
θωρακικός
2
Αντώνυμα
κοιλιακή
οσφυϊκή
2
Ορισμός
Σχετικός με το θώρακα.
Αναφερόμενος στην περιοχή του στήθους.
2
Παραδείγματα
Η θωρακική κοιλότητα περιέχει το πνεύμονα και την καρδιά.
Ο γιατρός διέγνωσε θωρακική πίεση λόγω του άγχους του ασθενούς.
2