Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ιεραποστολή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αποστολή
-
ιεραπόστολος
)
Συνώνυμα
θρησκευτική αποστολή
ιεραποστολική εργασία
ιεραποστολικό έργο
3
Αντώνυμα
κοσμική δραστηριότητα
αθεϊστική δραστηριότητα
2
Ορισμός
Η δραστηριότητα που σχετίζεται με τη διάδοση μιας θρησκείας, ιδιαίτερα του Χριστιανισμού, σε άλλες χώρες ή πολιτισμούς.
Οργανωμένη προσπάθεια για την προώθηση των θρησκευτικών πεποιθήσεων και πρακτικών σε μη χριστιανικές κοινότητες.
2
Παραδείγματα
Η ιεραποστολή της Εκκλησίας στην Αφρική έχει μακρά ιστορία.
Πολλοί ιεραπόστολοι ταξίδεψαν στην Ασία για να διαδώσουν το Ευαγγέλιο.
2