1. Λέξη
    ιεραποστολή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αποστολή - ιεραπόστολος)
  2. Συνώνυμα
    • θρησκευτική αποστολή
    • ιεραποστολική εργασία
    • ιεραποστολικό έργο
    3
  3. Αντώνυμα
    • κοσμική δραστηριότητα
    • αθεϊστική δραστηριότητα
    2
  4. Ορισμός
    • Η δραστηριότητα που σχετίζεται με τη διάδοση μιας θρησκείας, ιδιαίτερα του Χριστιανισμού, σε άλλες χώρες ή πολιτισμούς.
    • Οργανωμένη προσπάθεια για την προώθηση των θρησκευτικών πεποιθήσεων και πρακτικών σε μη χριστιανικές κοινότητες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ιεραποστολή της Εκκλησίας στην Αφρική έχει μακρά ιστορία.
    • Πολλοί ιεραπόστολοι ταξίδεψαν στην Ασία για να διαδώσουν το Ευαγγέλιο.
    2