1. Λέξη
    ιεραπόστολος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: απόστολος - ιεραποστολή)
  2. Συνώνυμα
    • ιεροκήρυκας
    • ιεροδόχος
    • θαυματουργός
    3
  3. Αντώνυμα
    • βλάσφημος
    • ασεβής
    2
  4. Ορισμός
    • Αυτός που έχει αναλάβει την αποστολή της διάδοσης της θρησκευτικής πίστης.
    • Αυτός που ασχολείται με ιεραποστολικές δραστηριότητες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ιεραπόστολος ταξίδεψε σε μακρινές χώρες για να διαδώσει το μήνυμα της πίστης.
    • Οι ιεραπόστολοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση του Χριστιανισμού.
    2