Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ιεραπόστολος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
απόστολος
-
ιεραποστολή
)
Συνώνυμα
ιεροκήρυκας
ιεροδόχος
θαυματουργός
3
Αντώνυμα
βλάσφημος
ασεβής
2
Ορισμός
Αυτός που έχει αναλάβει την αποστολή της διάδοσης της θρησκευτικής πίστης.
Αυτός που ασχολείται με ιεραποστολικές δραστηριότητες.
2
Παραδείγματα
Ο ιεραπόστολος ταξίδεψε σε μακρινές χώρες για να διαδώσει το μήνυμα της πίστης.
Οι ιεραπόστολοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση του Χριστιανισμού.
2