Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ικανοποίηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ικανοποιώ
-
κλωνοποίηση
-
ικανοποιούμαι
-
ποίηση
-
τροποποίηση
-
κακοποίηση
)
Συνώνυμα
ευχαρίστηση
ικανοποίηση
εξευτέλιση
3
Αντώνυμα
δυσαρέσκεια
απογοήτευση
δυσφορία
3
Ορισμός
Η αίσθηση της ευτυχίας ή της ευχαρίστησης που προέρχεται από την επίτευξη ενός στόχου ή την εκπλήρωση μιας επιθυμίας.
Η κατάσταση κατά την οποία κάποιος νιώθει ότι οι ανάγκες ή οι επιθυμίες του έχουν ικανοποιηθεί.
2
Παραδείγματα
Η ικανοποίηση που ένιωσε μετά την ολοκλήρωση της εργασίας του ήταν ασύγκριτη.
Η ικανοποίηση των πελατών είναι η βασική μας προτεραιότητα.
2