Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τροποποίηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ταυτοποίηση
-
τακτοποίηση
-
τροποποιώ
-
προσωποποίηση
-
ποίηση
-
κακοποίηση
-
κλωνοποίηση
-
πιστοποίηση
-
ικανοποίηση
)
Συνώνυμα
αλλαγή
τροπολογία
μεταβολή
αναθεώρηση
4
Αντώνυμα
σταθερότητα
αμεταβλητότητα
αναλλοίωτη κατάσταση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα της αλλαγής κάποιου πράγματος, ώστε να διαφέρει από την αρχική του μορφή ή κατάσταση.
Μια επίσημη αλλαγή σε ένα νόμο, συμβόλαιο ή άλλο έγγραφο.
2
Παραδείγματα
Η τροποποίηση του καταστατικού της εταιρείας έγινε με απόφαση της γενικής συνέλευσης.
Πριν την έγκριση του νόμου, προτάθηκαν αρκετές τροποποιήσεις.
2