1. Λέξη
    ικανοποιώ (ρήμα) - (παρόμοια: ικανοποιούμαι - ικανοποιημένος - ικανοποιητικός - ικανοποίηση)
  2. Συνώνυμα
    • εξευμενίζω
    • ικανοποιώ
    • εξομαλύνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • δυσαρεστώ
    • ενοχλώ
    • εξοργίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάποιον να νιώθει ικανοποιημένος ή ευχαριστημένος.
    • Εξυπηρετώ τις ανάγκες ή τις επιθυμίες κάποιου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Προσπάθησα να τον ικανοποιήσω με την απάντησή μου.
    • Η υπηρεσία του καταστήματος ικανοποίησε όλες τις απαιτήσεις μου.
    2