1. Συνώνυμα
    • ευχαριστημένος
    • εξευμενισμένος
    • ικανοποιητικός
    3
  2. Αντώνυμα
    • δυσαρεστημένος
    • απογοητευμένος
    • δυσαρεστημένος
    3
  3. Ορισμός
    • Που έχει ικανοποιηθεί, που νιώθει ευχαρίστηση ή ικανοποίηση.
    • Που ανταποκρίνεται στις προσδοκίες ή τις απαιτήσεις κάποιου.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ήταν ικανοποιημένος με την απόδοσή του στην εξέταση.
    • Ο πελάτης έφυγε ικανοποιημένος από το εστιατόριο.
    2