1. Λέξη
    ιστορικός (επίθετο) - (παρόμοια: ιστορικό - προϊστορικός - ιστορία - ιατρικός)
  2. Συνώνυμα
    • παλαιός
    • αρχαίος
    • παραδοσιακός
    3
  3. Αντώνυμα
    • σύγχρονος
    • νεότερος
    • μοντέρνος
    3
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με την ιστορία ή τα γεγονότα του παρελθόντος.
    • Αποδεδειγμένος ή τεκμηριωμένος με ιστορικές πηγές.
    • Που έχει μεγάλη σημασία ή επιρροή στην ιστορία.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το μουσείο φιλοξενεί πολλά ιστορικά κειμήλια.
    • Η Πόλη των Αθηνών έχει πλούσια ιστορική κληρονομιά.
    • Αυτό το γεγονός ήταν ιστορικής σημασίας για τη χώρα.
    3