Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ιστορικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ιστορικό
-
προϊστορικός
-
ιστορία
-
ιατρικός
)
Συνώνυμα
παλαιός
αρχαίος
παραδοσιακός
3
Αντώνυμα
σύγχρονος
νεότερος
μοντέρνος
3
Ορισμός
Σχετικός με την ιστορία ή τα γεγονότα του παρελθόντος.
Αποδεδειγμένος ή τεκμηριωμένος με ιστορικές πηγές.
Που έχει μεγάλη σημασία ή επιρροή στην ιστορία.
3
Παραδείγματα
Το μουσείο φιλοξενεί πολλά ιστορικά κειμήλια.
Η Πόλη των Αθηνών έχει πλούσια ιστορική κληρονομιά.
Αυτό το γεγονός ήταν ιστορικής σημασίας για τη χώρα.
3