1. Λέξη
    προϊστορικός (επίθετο) - (παρόμοια: προφορικός - προϊστορία - ιστορικός - προεδρικός)
  2. Συνώνυμα
    • αρχαίος
    • πρωτόγονος
    • προγενέστερος
    3
  3. Αντώνυμα
    • σύγχρονος
    • μοντέρνος
    • νεότερος
    3
  4. Ορισμός
    • Αυτός που αναφέρεται στην εποχή πριν από την καταγραφή της ιστορίας.
    • Που υπάρχει ή συνέβη σε πολύ παλιά εποχή.
    • Που ανήκει ή χαρακτηρίζει την περίοδο πριν από την εμφάνιση του γραπτού λόγου.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι προϊστορικοί άνθρωποι ζούσαν σε σπηλιές.
    • Τα προϊστορικά ευρήματα μας βοηθούν να κατανοήσουμε την εξέλιξη του ανθρώπου.
    • Η προϊστορική εποχή περιλαμβάνει την Παλαιολιθική, Μεσολιθική και Νεολιθική περίοδο.
    3