Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προϊστορικός (επίθετο) - (παρόμοια:
προφορικός
-
προϊστορία
-
ιστορικός
-
προεδρικός
)
Συνώνυμα
αρχαίος
πρωτόγονος
προγενέστερος
3
Αντώνυμα
σύγχρονος
μοντέρνος
νεότερος
3
Ορισμός
Αυτός που αναφέρεται στην εποχή πριν από την καταγραφή της ιστορίας.
Που υπάρχει ή συνέβη σε πολύ παλιά εποχή.
Που ανήκει ή χαρακτηρίζει την περίοδο πριν από την εμφάνιση του γραπτού λόγου.
3
Παραδείγματα
Οι προϊστορικοί άνθρωποι ζούσαν σε σπηλιές.
Τα προϊστορικά ευρήματα μας βοηθούν να κατανοήσουμε την εξέλιξη του ανθρώπου.
Η προϊστορική εποχή περιλαμβάνει την Παλαιολιθική, Μεσολιθική και Νεολιθική περίοδο.
3