Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κάσα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κάσι
-
κάστα
)
Συνώνυμα
κουτί
κιβώτιο
κασόνι
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ένα δοχείο, συνήθως κατασκευασμένο από ξύλο, μέταλλο ή πλαστικό, που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση ή τη μεταφορά αντικειμένων.
Στη μουσική, ένα κουτί που περιέχει τα έγχορδα οργάνων όπως η κιθάρα ή το βιολί.
2
Παραδείγματα
Έβαλα τα παλιά μου βιβλία σε μια κάσα για να τα μεταφέρω στο νέο σπίτι.
Η κάσα της κιθάρας ήταν κατασκευασμένη από καλής ποιότητας ξύλο.
2