1. Λέξη
    κάσα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κάσι - κάστα)
  2. Συνώνυμα
    • κουτί
    • κιβώτιο
    • κασόνι
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Ένα δοχείο, συνήθως κατασκευασμένο από ξύλο, μέταλλο ή πλαστικό, που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση ή τη μεταφορά αντικειμένων.
    • Στη μουσική, ένα κουτί που περιέχει τα έγχορδα οργάνων όπως η κιθάρα ή το βιολί.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έβαλα τα παλιά μου βιβλία σε μια κάσα για να τα μεταφέρω στο νέο σπίτι.
    • Η κάσα της κιθάρας ήταν κατασκευασμένη από καλής ποιότητας ξύλο.
    2