-
-
3
-
3
-
Ορισμός
- Να προκαλώ φωτιά σε κάτι, με αποτέλεσμα να καεί.
- Να υποβάλλω κάτι σε υψηλή θερμοκρασία, συνήθως μέχρι να αλλάξει η φυσική του κατάσταση.
- Να νιώθω έντονη θερμότητα ή πόνο, όπως από έγκαυμα.
3
-
Παραδείγματα
- Πρόσεχε μην κάψεις το φαγητό στο φούρνο.
- Ο ήλιος έκαψε το δέρμα μου στην παραλία.
- Μετά την επέμβαση, ένιωθα σαν να κάηκε η περιοχή γύρω από την πληγή.
3