Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καβαλάρης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καβαλάω
-
καβαλώ
)
Συνώνυμα
ιππέας
καβαλάρης
αναβάτης
3
Αντώνυμα
πεζός
περιπατητής
2
Ορισμός
Άτομο που ιππεύει ένα άλογο ή άλλο ζώο.
Άτομο που ασχολείται με την ιππασία ως άθλημα ή επάγγελμα.
2
Παραδείγματα
Ο καβαλάρης έκανε μια εντυπωσιακή εμφάνιση στο ιππικό τουρνουά.
Ο παππούς μου ήταν καβαλάρης στο στρατό.
2