1. Λέξη
    καβαλάρης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καβαλάω - καβαλώ)
  2. Συνώνυμα
    • ιππέας
    • καβαλάρης
    • αναβάτης
    3
  3. Αντώνυμα
    • πεζός
    • περιπατητής
    2
  4. Ορισμός
    • Άτομο που ιππεύει ένα άλογο ή άλλο ζώο.
    • Άτομο που ασχολείται με την ιππασία ως άθλημα ή επάγγελμα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο καβαλάρης έκανε μια εντυπωσιακή εμφάνιση στο ιππικό τουρνουά.
    • Ο παππούς μου ήταν καβαλάρης στο στρατό.
    2