Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καβαλάω (ρήμα) - (παρόμοια:
καβαλάρης
-
καβαλώ
-
κουβαλάω
)
Συνώνυμα
ανεβαίνω
σκαρφαλώνω
επιβιβάζομαι
3
Αντώνυμα
κατεβαίνω
ξεπηδώ
καταβαίνω
3
Ορισμός
να ανεβαίνω πάνω σε κάτι, συνήθως σε ένα ζώο ή όχημα
να επιβιβάζομαι σε ένα μέσο μεταφοράς
να σκαρφαλώνω σε ένα ύψωμα ή δυσπρόσιτο σημείο
3
Παραδείγματα
Ο Γιάννης καβαλάει το άλογο του κάθε πρωί.
Πρέπει να καβαλήσεις το ποδήλατο για να φτάσεις γρήγορα.
Τα παιδιά καβαλούν το τραίνο για να πάνε στην πόλη.
3