1. Λέξη
    καβαλώ (ρήμα) - (παρόμοια: καβαλάω - καλώ - καβαλάρης - κουβαλώ)
  2. Συνώνυμα
    • ανεβαίνω
    • σκαρφαλώνω
    • επιβιβάζομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • κατεβαίνω
    • ξαποσταίνω
    • καταβιβάζομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Ανεβαίνω πάνω σε κάτι, συνήθως σε ένα άλογο, ποδήλατο ή άλλο όχημα.
    • Καταλαμβάνω μια υψηλότερη θέση ή στάθμευση.
    • Επιβιβάζομαι σε μέσο μεταφοράς.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο ιππότης καβάλησε το άλογό του και έφυγε.
    • Πρέπει να καβαλήσεις το ποδήλατο για να φτάσουμε γρήγορα.
    • Τα παιδιά καβάλησαν τη σανίδα για να παίξουν.
    3