Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καβαλώ (ρήμα) - (παρόμοια:
καβαλάω
-
καλώ
-
καβαλάρης
-
κουβαλώ
)
Συνώνυμα
ανεβαίνω
σκαρφαλώνω
επιβιβάζομαι
3
Αντώνυμα
κατεβαίνω
ξαποσταίνω
καταβιβάζομαι
3
Ορισμός
Ανεβαίνω πάνω σε κάτι, συνήθως σε ένα άλογο, ποδήλατο ή άλλο όχημα.
Καταλαμβάνω μια υψηλότερη θέση ή στάθμευση.
Επιβιβάζομαι σε μέσο μεταφοράς.
3
Παραδείγματα
Ο ιππότης καβάλησε το άλογό του και έφυγε.
Πρέπει να καβαλήσεις το ποδήλατο για να φτάσουμε γρήγορα.
Τα παιδιά καβάλησαν τη σανίδα για να παίξουν.
3