Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χάρισμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χακάρισμα
-
χάρις
-
χάσμα
-
χάρμα
-
καθάρισμα
-
χάραμα
-
χάριετ
-
ποντάρισμα
-
τρακάρισμα
-
σκανάρισμα
-
παρκάρισμα
)
Συνώνυμα
δώρο
προικιά
χάρη
3
Αντώνυμα
αφαίρεση
απώλεια
στέρηση
3
Ορισμός
Φυσική ή πνευματική ικανότητα που χαρίζεται σε κάποιον.
Δώρο που προσφέρεται σε κάποιον, συνήθως ως ένδειξη εκτίμησης ή αγάπης.
2
Παραδείγματα
Το χάρισμα της μουσικής ήταν εμφανές από μικρή ηλικία.
Το βιβλίο ήταν ένα χάρισμα από την γιαγιά του.
2