Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθάρματα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καθάρμα
-
καμώματα
-
κατάματα
)
Συνώνυμα
αλήτες
αχρείες
αποβράσματα
3
Αντώνυμα
άγγελοι
άγιοι
ενάρετοι
3
Ορισμός
Άνθρωποι χαμηλής ηθικής, που συμπεριφέρονται με τρόπο απαράδεκτο ή ανήθικο.
Άτομα που θεωρούνται ανάξια σεβασμού ή εμπιστοσύνης.
2
Παραδείγματα
Αυτά τα καθάρματα έκλεψαν τα λεφτά από τη γιαγιά.
Μην ασχολείσαι με τέτοια καθάρματα, δεν αξίζουν τον κόπο.
2