1. Λέξη
    καθάρματα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καθάρμα - καμώματα - κατάματα)
  2. Συνώνυμα
    • αλήτες
    • αχρείες
    • αποβράσματα
    3
  3. Αντώνυμα
    • άγγελοι
    • άγιοι
    • ενάρετοι
    3
  4. Ορισμός
    • Άνθρωποι χαμηλής ηθικής, που συμπεριφέρονται με τρόπο απαράδεκτο ή ανήθικο.
    • Άτομα που θεωρούνται ανάξια σεβασμού ή εμπιστοσύνης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αυτά τα καθάρματα έκλεψαν τα λεφτά από τη γιαγιά.
    • Μην ασχολείσαι με τέτοια καθάρματα, δεν αξίζουν τον κόπο.
    2