1. Λέξη
    κατάματα (επίρρημα) - (παρόμοια: καμώματα - κατατάσσω - καθάρματα)
  2. Συνώνυμα
    • κατάκορφα
    • κατακόρυφα
    • από πάνω προς τα κάτω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανάποδα
    • από κάτω προς τα πάνω
    2
  4. Ορισμός
    • Κάθετα προς τα κάτω.
    • Με τρόπο που δείχνει προς τα κάτω.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο βράχος έπεσε κατάματα στο ποτάμι.
    • Κοίταξε κατάματα και είδε το πάτωμα.
    2