Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατάματα (επίρρημα) - (παρόμοια:
καμώματα
-
κατατάσσω
-
καθάρματα
)
Συνώνυμα
κατάκορφα
κατακόρυφα
από πάνω προς τα κάτω
3
Αντώνυμα
ανάποδα
από κάτω προς τα πάνω
2
Ορισμός
Κάθετα προς τα κάτω.
Με τρόπο που δείχνει προς τα κάτω.
2
Παραδείγματα
Ο βράχος έπεσε κατάματα στο ποτάμι.
Κοίταξε κατάματα και είδε το πάτωμα.
2