Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καμώματα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κατάματα
-
καθάρματα
)
Συνώνυμα
προσποίηση
θέατρο
υπόκριση
3
Αντώνυμα
ειλικρίνεια
απλότητα
φυσικότητα
3
Ορισμός
Η πράξη του να συμπεριφέρεται κανείς με τρόπο που δεν αντιστοιχεί στα πραγματικά του συναισθήματα ή σκέψεις.
Η προσποίηση συναισθημάτων ή καταστάσεων που δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα.
2
Παραδείγματα
Τα καμώματά του έδειχναν ότι ήταν χαρούμενος, αλλά μέσα του ένιωθε θλίψη.
Η ηθοποιός έκανε υπέροχα καμώματα για να πείσει το κοινό ότι ήταν πραγματικά θυμωμένη.
2