1. Λέξη
    καμώματα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κατάματα - καθάρματα)
  2. Συνώνυμα
    • προσποίηση
    • θέατρο
    • υπόκριση
    3
  3. Αντώνυμα
    • ειλικρίνεια
    • απλότητα
    • φυσικότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Η πράξη του να συμπεριφέρεται κανείς με τρόπο που δεν αντιστοιχεί στα πραγματικά του συναισθήματα ή σκέψεις.
    • Η προσποίηση συναισθημάτων ή καταστάσεων που δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τα καμώματά του έδειχναν ότι ήταν χαρούμενος, αλλά μέσα του ένιωθε θλίψη.
    • Η ηθοποιός έκανε υπέροχα καμώματα για να πείσει το κοινό ότι ήταν πραγματικά θυμωμένη.
    2