Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθίκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καθίζω
-
καθίσω
-
καθίστε
)
Συνώνυμα
θρόνος
έδρα
καθισμα
3
Αντώνυμα
ακαθίστος
ακαθισία
2
Ορισμός
Έπιπλο που χρησιμοποιείται για να καθίσει κάποιος.
Τοποθεσία ή θέση που κατέχει κάποιος σε μια οργάνωση ή κοινωνική ομάδα.
2
Παραδείγματα
Το καθίκι του βασιλιά ήταν διακοσμημένο με χρυσό και πολύτιμους λίθους.
Κέρδισε το καθίκι του προέδρου στην εταιρεία μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς.
2