1. Λέξη
    καθίκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καθίζω - καθίσω - καθίστε)
  2. Συνώνυμα
    • θρόνος
    • έδρα
    • καθισμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακαθίστος
    • ακαθισία
    2
  4. Ορισμός
    • Έπιπλο που χρησιμοποιείται για να καθίσει κάποιος.
    • Τοποθεσία ή θέση που κατέχει κάποιος σε μια οργάνωση ή κοινωνική ομάδα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το καθίκι του βασιλιά ήταν διακοσμημένο με χρυσό και πολύτιμους λίθους.
    • Κέρδισε το καθίκι του προέδρου στην εταιρεία μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς.
    2