Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθίστε (ρήμα) - (παρόμοια:
καθίσω
-
καθίζω
-
καθίκι
)
Συνώνυμα
κάθισε
κάτσε
ανακάθισε
3
Αντώνυμα
σηκώσου
σταθείτε
σηκωθείτε
3
Ορισμός
Να πάρει κάποιος θέση σε κάθισμα ή να τοποθετηθεί σε θέση ανάπαυσης.
Να σταματήσει κάποιος την κίνησή του και να παραμείνει σε μια θέση.
2
Παραδείγματα
Παρακαλώ, καθίστε στην καρέκλα.
Μπορείτε να καθίσετε στο πάγκκο και να περιμένετε.
2