1. Λέξη
    καθίστε (ρήμα) - (παρόμοια: καθίσω - καθίζω - καθίκι)
  2. Συνώνυμα
    • κάθισε
    • κάτσε
    • ανακάθισε
    3
  3. Αντώνυμα
    • σηκώσου
    • σταθείτε
    • σηκωθείτε
    3
  4. Ορισμός
    • Να πάρει κάποιος θέση σε κάθισμα ή να τοποθετηθεί σε θέση ανάπαυσης.
    • Να σταματήσει κάποιος την κίνησή του και να παραμείνει σε μια θέση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Παρακαλώ, καθίστε στην καρέκλα.
    • Μπορείτε να καθίσετε στο πάγκκο και να περιμένετε.
    2