1. Λέξη
    καθίζω (ρήμα) - (παρόμοια: καθορίζω - καθαρίζω - καθίκι - καθίσω - καπνίζω - καθίστε)
  2. Συνώνυμα
    • κάθομαι
    • εγκαθιστώ
    • τοποθετώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • σηκώνομαι
    • ανεβαίνω
    • ανασηκώνομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να κάθομαι σε μια θέση ή θέση.
    • Να εγκαθίσταμαι σε μια θέση ή θέση.
    • Να τοποθετώ κάτι σε μια συγκεκριμένη θέση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Κάθισε στο καρέκλα και άρχισε να διαβάζει.
    • Η κυβέρνηση καθίζει νέους υπουργούς.
    • Ο δάσκαλος καθίζει τους μαθητές σε σειρές.
    3