Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
καθορίζω
-
καθαρίζω
-
καθίκι
-
καθίσω
-
καπνίζω
-
καθίστε
)
Συνώνυμα
κάθομαι
εγκαθιστώ
τοποθετώ
3
Αντώνυμα
σηκώνομαι
ανεβαίνω
ανασηκώνομαι
3
Ορισμός
Να κάθομαι σε μια θέση ή θέση.
Να εγκαθίσταμαι σε μια θέση ή θέση.
Να τοποθετώ κάτι σε μια συγκεκριμένη θέση.
3
Παραδείγματα
Κάθισε στο καρέκλα και άρχισε να διαβάζει.
Η κυβέρνηση καθίζει νέους υπουργούς.
Ο δάσκαλος καθίζει τους μαθητές σε σειρές.
3