Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθεδρικός (επίθετο) - (παρόμοια:
καιρικός
-
καθολικός
-
εφεδρικός
-
προεδρικός
)
Συνώνυμα
επισκοπικός
ιερατικός
εκκλησιαστικός
3
Αντώνυμα
κοσμικός
λαϊκός
2
Ορισμός
που σχετίζεται με τον επίσκοπο ή την επισκοπή
που ανήκει ή αναφέρεται σε καθεδρικό ναό
2
Παραδείγματα
Ο καθεδρικός ναός της πόλης είναι ένα αριστούργημα αρχιτεκτονικής.
Η καθεδρική επιτροπή αποφάσισε για τα ζητήματα της επισκοπής.
2