1. Λέξη
    καθολικός (επίθετο) - (παρόμοια: καθοριστικός - ολικός - καθεδρικός - βολικός - πολικός - κυκλικός - σχολικός - καιρικός)
  2. Συνώνυμα
    • οικουμενικός
    • καθολικιστικός
    • παγκόσμιος
    3
  3. Αντώνυμα
    • τοπικός
    • μερικός
    • συγκεκριμένος
    3
  4. Ορισμός
    • που αφορά ή χαρακτηρίζει την Καθολική Εκκλησία
    • που έχει παγκόσμια εμβέλεια ή εφαρμογή
    • που περιλαμβάνει ή αφορά όλους ή πολλούς
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η καθολική εκκλησία έχει εκατομμύρια πιστούς σε όλο τον κόσμο.
    • Μια καθολική λύση σε αυτό το πρόβλημα θα ήταν ιδανική.
    • Η καθολική αποδοχή της νέας τεχνολογίας είναι εμφανής.
    3