Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθολικός (επίθετο) - (παρόμοια:
καθοριστικός
-
ολικός
-
καθεδρικός
-
βολικός
-
πολικός
-
κυκλικός
-
σχολικός
-
καιρικός
)
Συνώνυμα
οικουμενικός
καθολικιστικός
παγκόσμιος
3
Αντώνυμα
τοπικός
μερικός
συγκεκριμένος
3
Ορισμός
που αφορά ή χαρακτηρίζει την Καθολική Εκκλησία
που έχει παγκόσμια εμβέλεια ή εφαρμογή
που περιλαμβάνει ή αφορά όλους ή πολλούς
3
Παραδείγματα
Η καθολική εκκλησία έχει εκατομμύρια πιστούς σε όλο τον κόσμο.
Μια καθολική λύση σε αυτό το πρόβλημα θα ήταν ιδανική.
Η καθολική αποδοχή της νέας τεχνολογίας είναι εμφανής.
3