1. Συνώνυμα
    • προεδριακός
    • προεδρούμενος
    2
  2. Αντώνυμα
    • μη προεδρικός
    • αντιπροεδρικός
    2
  3. Ορισμός
    • Σχετικός με τον πρόεδρο ή την προεδρία.
    • Που αναφέρεται ή ανήκει στη θέση ή τη λειτουργία του προέδρου.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Οι προεδρικές εκλογές θα διεξαχθούν τον επόμενο μήνα.
    • Η προεδρική οικογένεια έδωσε δεξίωση στο προεδρικό μέγαρο.
    2