Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προεδρικός (επίθετο) - (παρόμοια:
προφορικός
-
προεδρία
-
προεκλογικός
-
προϊστορικός
-
εφεδρικός
-
προεδρεύω
-
προσωπικός
-
καθεδρικός
-
προσεκτικός
-
προσθετικός
-
προσεχτικός
-
προληπτικός
-
προκλητικός
)
Συνώνυμα
προεδριακός
προεδρούμενος
2
Αντώνυμα
μη προεδρικός
αντιπροεδρικός
2
Ορισμός
Σχετικός με τον πρόεδρο ή την προεδρία.
Που αναφέρεται ή ανήκει στη θέση ή τη λειτουργία του προέδρου.
2
Παραδείγματα
Οι προεδρικές εκλογές θα διεξαχθούν τον επόμενο μήνα.
Η προεδρική οικογένεια έδωσε δεξίωση στο προεδρικό μέγαρο.
2