1. Λέξη
    καθησυχαστικός (επίθετο) - (παρόμοια: καθοριστικός - καθησυχάζω - αστικός)
  2. Συνώνυμα
    • ηρεμιστικός
    • χαλαρωτικός
    • ανακουφιστικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγχωτικός
    • εκνευριστικός
    • τεντωμένος
    3
  4. Ορισμός
    • Που προκαλεί ηρεμία ή χαλάρωση.
    • Που βοηθά στη μείωση του άγχους ή της έντασης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μουσική ήταν πολύ καθησυχαστική και με βοήθησε να χαλαρώσω.
    • Ο γιατρός του συνέστησε να πάρει ένα καθησυχαστικό τσάι πριν από τον ύπνο.
    2