Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθησυχαστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
καθοριστικός
-
καθησυχάζω
-
αστικός
)
Συνώνυμα
ηρεμιστικός
χαλαρωτικός
ανακουφιστικός
3
Αντώνυμα
αγχωτικός
εκνευριστικός
τεντωμένος
3
Ορισμός
Που προκαλεί ηρεμία ή χαλάρωση.
Που βοηθά στη μείωση του άγχους ή της έντασης.
2
Παραδείγματα
Η μουσική ήταν πολύ καθησυχαστική και με βοήθησε να χαλαρώσω.
Ο γιατρός του συνέστησε να πάρει ένα καθησυχαστικό τσάι πριν από τον ύπνο.
2