1. Λέξη
    καθυστέρηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: στέρηση - καθυστερώ)
  2. Συνώνυμα
    • αναβολή
    • βράδυνση
    • καθυστέρημα
    3
  3. Αντώνυμα
    • προθυμία
    • ταχύτητα
    • επείγον
    3
  4. Ορισμός
    • Η πράξη ή η κατάσταση της καθυστέρησης, δηλαδή της μη επίτευξης ενός στόχου ή της ολοκλήρωσης μιας εργασίας εντός του προβλεπόμενου χρόνου.
    • Η χρονική διαφορά μεταξύ της προγραμματισμένης έναρξης ή ολοκλήρωσης μιας ενέργειας και της πραγματικής.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η καθυστέρηση της πτήσης προκλήθηκε λόγω κακών καιρικών συνθηκών.
    • Η καθυστέρηση στην παράδοση του έργου οφείλεται σε τεχνικά προβλήματα.
    2