1. Λέξη
    στέρηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καθυστέρηση - στέρνο)
  2. Συνώνυμα
    • έλλειψη
    • απουσία
    • πενία
    • αποχή
    4
  3. Αντώνυμα
    • αφθονία
    • περιουσία
    • πληρότητα
    • ικανοποίηση
    4
  4. Ορισμός
    • Η έλλειψη κάποιου αγαθού ή συνθήκης που θεωρείται απαραίτητη.
    • Η κατάσταση κατά την οποία κάποιος στερείται κάτι που χρειάζεται ή επιθυμεί.
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να μην παρέχεται ή να μην υπάρχει κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η στέρηση ύπνου μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα υγείας.
    • Μετά από χρόνια στέρησης, τελικά αγόρασε το σπίτι των ονείρων του.
    • Η στέρηση της ελευθερίας είναι μια από τις σκληρότερες ποινές.
    3