Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στέρηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καθυστέρηση
-
στέρνο
)
Συνώνυμα
έλλειψη
απουσία
πενία
αποχή
4
Αντώνυμα
αφθονία
περιουσία
πληρότητα
ικανοποίηση
4
Ορισμός
Η έλλειψη κάποιου αγαθού ή συνθήκης που θεωρείται απαραίτητη.
Η κατάσταση κατά την οποία κάποιος στερείται κάτι που χρειάζεται ή επιθυμεί.
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να μην παρέχεται ή να μην υπάρχει κάτι.
3
Παραδείγματα
Η στέρηση ύπνου μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα υγείας.
Μετά από χρόνια στέρησης, τελικά αγόρασε το σπίτι των ονείρων του.
Η στέρηση της ελευθερίας είναι μια από τις σκληρότερες ποινές.
3