1. Λέξη
    καθυστερώ (ρήμα) - (παρόμοια: καθυστερημένο - καθυστερημένος - καθυστέρηση)
  2. Συνώνυμα
    • αργώ
    • χρονοτριβώ
    • καθυστερώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιταχύνω
    • προχωρώ
    • προοδεύω
    3
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάτι αργότερα από το αναμενόμενο ή το προγραμματισμένο.
    • Να μην προχωράω με την αναμενόμενη ταχύτητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Κάθε φορά που πηγαίνουμε εκδρομή, ο Γιάννης καθυστερεί.
    • Η εταιρεία καθυστέρησε την παράδοση των προϊόντων λόγω τεχνικών προβλημάτων.
    2