Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθυστερώ (ρήμα) - (παρόμοια:
καθυστερημένο
-
καθυστερημένος
-
καθυστέρηση
)
Συνώνυμα
αργώ
χρονοτριβώ
καθυστερώ
3
Αντώνυμα
επιταχύνω
προχωρώ
προοδεύω
3
Ορισμός
Να κάνω κάτι αργότερα από το αναμενόμενο ή το προγραμματισμένο.
Να μην προχωράω με την αναμενόμενη ταχύτητα.
2
Παραδείγματα
Κάθε φορά που πηγαίνουμε εκδρομή, ο Γιάννης καθυστερεί.
Η εταιρεία καθυστέρησε την παράδοση των προϊόντων λόγω τεχνικών προβλημάτων.
2