Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθυστερημένο (επίθετο) - (παρόμοια:
καθυστερημένος
-
καθυστερώ
)
Συνώνυμα
αργοπορημένο
βραδυπορημένο
καθυστερημένο
3
Αντώνυμα
έγκαιρο
πρόωρο
γρήγορο
3
Ορισμός
Που έχει καθυστερήσει, που δεν έχει γίνει εγκαίρως.
Που χαρακτηρίζεται από καθυστέρηση σε σχέση με κάποιο χρονοδιάγραμμα ή προγραμματισμό.
Που δεν έχει αναπτυχθεί ή εξελιχθεί σύμφωνα με τα αναμενόμενα.
3
Παραδείγματα
Η παράδοση του πακέτου ήταν καθυστερημένη λόγω των καιρικών συνθηκών.
Το έργο είναι καθυστερημένο και δεν θα ολοκληρωθεί εντός του προβλεπόμενου χρόνου.
Οι καθυστερημένες αντιδράσεις του οδήγησαν σε προβλήματα.
3