Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθυστερημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
καθυστερημένο
-
καθυστερώ
-
καημένος
-
καταχωρημένος
-
καμένος
)
Συνώνυμα
αργοπορημένος
βραδυπορημένος
καθυστερημένος
3
Αντώνυμα
έγκαιρος
πρόωρος
γρήγορος
3
Ορισμός
Που έχει καθυστερήσει, που δεν έχει ολοκληρωθεί ή φτάσει στο επιθυμητό σημείο εγκαίρως.
Που χαρακτηρίζεται από καθυστέρηση στην ανάπτυξη ή στην εκτέλεση.
2
Παραδείγματα
Η παράδοση του δέματος ήταν καθυστερημένη λόγω των καιρικών συνθηκών.
Το παιδί έχει καθυστερημένη ανάπτυξη σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του.
2