1. Λέξη
    καθυστερημένος (επίθετο) - (παρόμοια: καθυστερημένο - καθυστερώ - καημένος - καταχωρημένος - καμένος)
  2. Συνώνυμα
    • αργοπορημένος
    • βραδυπορημένος
    • καθυστερημένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • έγκαιρος
    • πρόωρος
    • γρήγορος
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει καθυστερήσει, που δεν έχει ολοκληρωθεί ή φτάσει στο επιθυμητό σημείο εγκαίρως.
    • Που χαρακτηρίζεται από καθυστέρηση στην ανάπτυξη ή στην εκτέλεση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η παράδοση του δέματος ήταν καθυστερημένη λόγω των καιρικών συνθηκών.
    • Το παιδί έχει καθυστερημένη ανάπτυξη σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του.
    2