1. Λέξη
    κακομαθαίνω (ρήμα) - (παρόμοια: μαθαίνω - κακομαθημένος)
  2. Συνώνυμα
    • ξενοιαίνω
    • χαλαρώνω
    • χαλαρώνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • συγκεντρώνομαι
    • επικεντρώνομαι
    • προσέχω
    3
  4. Ορισμός
    • Χάνω τη συγκέντρωση ή την προσοχή μου.
    • Γίνομαι απρόσεκτος ή αδιάφορος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μην κακομαθαίνεις κατά τη διάρκεια της οδήγησης.
    • Ο μαθητής άρχισε να κακομαθαίνει όταν έφτασε στο τελευταίο μάθημα της ημέρας.
    2